Αν απαντήσατε «ναι» έστω σε μια από αυτές τις ερωτήσεις, τότε το παιδί σας μπορεί να έχει μια διαταραχή λόγου ή ομιλίας.
Μια διαταραχή του λόγου μπορεί να φαίνεται «ακίνδυνη» μέχρι την ηλικία των 3-4 χρόνων. Συχνά οι γονείς θεωρούν ότι είναι κάτι που θα περάσει μόνον του με τον καιρό. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό ισχύει. Στις περισσότερες όμως το πρόβλημα επιμένει και γίνεται εντονότερο με την είσοδο του παιδιού στο Δημοτικό σχολείο. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρότερα προβλήματα στην κοινωνική, συναισθηματική και εκπαιδευτική τους ανάπτυξη.
Η θεραπεία καλό είναι να ξεκινάει το συντομότερο δυνατό. Έρευνες επανειλημμένα δείχνουν ότι η πρώιμη παρέμβαση αυξάνει σημαντικά τα ποσοστά επιτυχίας στα παιδιά που χρειάζονται θεραπεία. Επιπλέον, μειώνει σημαντικά το χρόνο αποκατάστασης.
Με τη λογοθεραπεία παρεμβαίνουμε σε όποια ηλικία παρουσιάζεται ανάγκη ή σε όποια ηλικία ωριμάσει η σκέψη και το αποφασίσει το άτομο που νιώθει ότι μπορεί να διορθώσει κάτι που τον ενοχλεί στο λόγο του.
Η ηλικία των 4 χρόνων θεωρείται ήδη καθυστερημένη ηλικία για να χρησιμοποιεί κάποιο παιδί την πιπίλα του. Είναι μία συνήθεια που δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στο παιδί, ενώ αντίθετα καθυστερεί ο λόγος και η ομιλία ή παρατηρούνται λάιη στον τρόπο άρθρωσης. Τ ο πρόβλημα γίνεται μεγαλύερο όταν δημιουργούνται διαταραχές στην οδοντοστοιχία και στα όργανα της άρθρωσης. Ενώ, συχνά παρατηρούμε λάθος ομιλία όταν το παιδί συνηθίζει να μιλάει ενώ άχει την πιπίλα στο στόμα του, αφού κατά τη φώνηση ο αέρας δεν περνάει από το σωστό σημείο του στόματος και των δοντιών.
Το ίδιο δύσκολη και πολύπλοκη είναι και η συνήθεια του δαχτύλου στο στόμα. Δημιουργεί ακριβώς τα ίδια προβλήματακαι ίσως μεγαλύτερα στην οδοντοστοιχία. Να σημειώσουμε ότι αυτή η συνήθεια περιορίζεται δυσκολότερα, αφού το δάχτυλο δεν είναι κάτι που μπορώ να το πετάξω για να το ξεχάσω.
Μέχρι την ηλικία των 5 χρόνων μπορούμε να δείξουμε ανοχή όταν κάποιο παιδί δεν προφέρει ακόμη τους παραπάνω φθόγγους. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για δυσλεξία σ’ αυτή τη φάση, αλλά πρέπει να τοποθετήσουμε σωστά τους φθόγγους στο σύστημα άρθρωσης του παιδιού και να τους διαφοροποιήσουμε ακουστικά, όπως έχει ανάγκη το συγκεκριμένο παιδί.
Πολλές φορές συναντάμε παιδιά που μπορεί να τραυλίζουν στις ηλικίες 2-5. Αυτό μπορεί να παρατηρηθεί κατά την εξέλιξη του λόγου και της ομιλίας στις παραπάνω ηλικίες, χωρίς όμως να χρειάζεαι ν’ ανησυχούμε ιδιαίτερα. Το παρατηρούμε, προσέχουμε την πορεία της εξέλιξής του, δεν αλλάζουμε κάτι στην καθημερινότητά μας, απλά μιλάμε αργά και δίνουμε στο παιδί το χρόνο του την ώρα που μιλάει. Αν όμως, η διάρκεια της διαταραχής στη ροή της ομιλίας σημειώνεται πάνω από έξι μήνες, τότε ζητούμε την αξιολόγηση ενός ειδικού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση σίγουρα θα λάβουμε υπόψη και τον κληρονομικό παράγοντα και αν κριθεί απαραίτητο θα προτείνουμε το θεραπευτικό πλαίσιο που το συγκεκριμένο παιδί έχει ανάγκη.
Ο τραυλισμός εμφανίζεται τρεις φορές συχνότερα σε οικογένειες που υπάρχει περιστατικό τραυλισμού στις προηγούμενες γενιές, τέσσερις φορές συχνότερα στα αγόρια από ότι στα κορίτσια. Αυτή η στατιστική παρατήρηση υποστηρίζεται πλέον και από πρόσφατες έρευνες της γενετικής οι οποίες υπέδειξαν γονίδια τα οποία πιθανόν να είναι υπεύθυνα για τον τραυλισμό. Η κληρονομικότητα, όμως, δεν αποτελεί απο μόνη της αιτία εκδήλωσης του τραυλισμού. Μπορεί να υπάρχει κληρονομική βάση αλλά να μην εκδηλωθεί κάποια διαταραχή ροής της ομιλίας στο παιδί αν δεν συντρέχουν και γλωσσικοί, περιβαλλοντικοί ή / και συναισθηματικοί παράγοντες.
Σε περιπτώσεις βαριάς Δυσλεξίας κάποια συμπτώματα είναι φανερά ακόμη και απο το χρόνο φοίτησης του παιδιού στο Νηπιαγωγείο. Βεβαίως αυτά τα συμπτώματα δεν αφορούν σε μαθησιακές δεξιότητες, δεδομένου οτι το παιδί δεν έχει λάβει ακόμη τέτοια εκπαίδευση. Έγκαιρη και σωστή αξιολόγηση μαθησιακών δυσκολιών / Δυσλεξίας γίνεται μετά το Πάσχα της Α’ Δημοτικού. Μέχρι τότε μπορεί ένα παιδάκι να παρουσιάζει διάφορα συμπτώματα, που ενδέχεται να μας υποψιάζουν για ύπαρξη Δυσλεξίας. Όμως διάγνωση μπορεί να γίνει μόνο μετά το Πάσχα της Α’ Δημοτικού.