Η Δυσλεξία είναι μια μαθησιακή δυσκολία, πράγμα που σημαίνει ότι εξαιτίας της καθυστερεί ή
εμποδίζεται η εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης από παιδιά που έχουν όλες τις ικανότητες
και δυνατότητες για τις εργασίες αυτές. Είναι δηλαδή παιδιά με κανονική ή και ανώτερη νοημοσύνη, χωρίς προβλήματα στην όραση ή ακοή, τα οποία ζούν σε όχι αρνητικά οικογενειακά – κοινωνικά περιβάλλοντα και φοιτούν σε οργανωμένα σχολεία.
Τα παιδιά αυτά ξεκινούν το σχολείο με “προδιαγραφές” καλών ή αρίστων επιδόσεων και ωστόσο δέχονται την ψυχρολουσία της σχολικής αποτυχίας.
Η αποτυχία τους οφείλεται αφενός στην πραγματική δυσκολία τους να καταλάβουν και να μάθουν τα σύμβολα (γράμματα) και το σύστημα ανάγνωσης – γραφής και αφετέρου στο γεγονός ότι οι δάσκαλοι (και αργότερα οι καθηγητές) εμφανίζουν απροθυμία στην εκπαίδευση “δύσκολων” παιδιών, στερούνται ειδικής εκπαιδεύσεως και το κυριότερο, παρερμηνεύουν την έννοια της “δίκαιης αξιολόγησης” των μαθητών τους.
Ποιά όμως είναι τα “σημάδια” της δυσλεξίας, αυτά που εξακολουθούν να πανικοβάλλουν γονείς και εκπαιδευτικούς, ακόμα και όταν “έχουν κάτι ακούσει” για το θέμα αυτό;
Συνεπώς είναι σε θέση για σπουδές κάθε επιπέδου αρκεί: να κατανοούνται οι συγκεκριμένες τους δυσκολίες και να μην τους καταλογίζονται ως “θανάσιμα” σφάλματα τα ορθογραφικά, οι παρεφθορές λέξεων – ονομάτων, η αδυναμία να θυμηθούν χρονολογίες (ενώ κατανοούν πλήρως τα ιστορικά γεγονότα) και γενικά να αξιολογούνται με γνώμονα την ιδιαιτερότητα τους και την αποδοχή των αντιφάσεων στις επιδόσεις τους.